- ισοκέλευθος
- ἰσοκέλευθος, -ον (Α)1. αυτός που πορεύεται στον ίδιο δρόμο με άλλον2. μτφ. κοινός, συνήθης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + κέλευθος «δρόμος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσοκέλευθος — walking alike masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοκέλευθον — ἰσοκέλευθος walking alike masc/fem acc sg ἰσοκέλευθος walking alike neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… … Dictionary of Greek